Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η συνωμοσία

См. также в других словарях:

  • συνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίᾳ — συνωμοσίαι , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσία — η 1. συνεννόηση για εχθρική πράξη εναντίον κάποιου: Ανακαλύφτηκε συνωμοσία στο στράτευμα. 2. εχθρική πράξη πολλών, μετά από συνεννόηση, εναντίον άλλου: Η συνωμοσία του Κατιλίνα απέτυχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνωμοσία — η, ΝΜΑ [συνωμότης] μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος νεοελλ. 1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία 2. (κατ επέκτ.) κάθε εχθρική… …   Dictionary of Greek

  • ξυνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίαι — συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Заговор —    • Συνωμοσία,          см. Έταιρία, Гетерии …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»