-
1 συνωμοσία
συνωμοσίᾱ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc /acc dualσυνωμοσίᾱ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συνωμοσίαι, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc plσυνωμοσίᾱͅ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συνωμοσια
ἥ1) заговорοἱ ἐκ τῆς συνωμοσίας и οἱ ἐν τῇ συνωμοσίᾳ Thuc. или οἱ τέν συνωμοσίαν πεποιηκότες NT. — заговорщики;
ξ. νεωτέρων πραγμάτων Thuc. — заговор с целью ниспровержения существующего строя2) политический союз, коалицияἡ πρὸς Λακεδαιμονίους γενομένη ξ. Thuc. — союз во главе с лакедемонянами
3) тайное общество, политическая группировка, партия Thuc., Plat. -
3 συνωμοσία
συνωμοσία, ας, ἡ (συνόμνυμι ‘to swear together with, conspire’) conspiracy, plot (Thu., Aristoph. et al.; ins; PMilVogl 287, 9; Ezk 22:25 Sym.; Jos., Ant. 15, 288; 16, 111) συνωμοσίαν ποιεῖσθαι form a conspiracy (Polyb. 1, 70, 6; Diod S 3, 57, 5; Herodian 7, 4, 3) Ac 23:13.—B. 1363.—DELG s.v. ὄμνυμι. M-M. -
4 συνωμοσίᾳ
Βλ. λ. συνωμοσία -
5 συνωμοσία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνωμοσία
-
6 συνωμοσία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνωμοσία
-
7 συνωμοσία
η заговор; сговор -
8 συνωμοσία
заговор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνωμοσία
-
9 συνωμοσία
[синомосиа] ουσ. Θ. заговор, конспирация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνωμοσία
-
10 συνωμοσία
[синомосиа] ουσ θ заговор, конспирация. -
11 συνωμοσία
A being leagued by oath, conspiracy, Ar.Eq. 476 (pl.), Th.6.60, etc.; ξ. δήμου καταλύσεως for putting down the democracy, Id.6.27, cf. IPE12.401.36 (Chersonesus Taurica, iii B.C.); οἱ ἐν τῇ ξ. Th.8.49; οἱ ἐκ τῆς ς. Plu.Ant.13; ἡ ἐπί τινα, ἡ κατά τινος ς., Id.Sert.26, Cat.Mi.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνωμοσία
-
12 συνωμοσία
συν-ωμοσία, ἡ, Vereinigung durch einen Schwur, Verschwörung -
13 συνωμοσία
conspiration -
14 συνωμοσία
1) konspiracja (f) rzecz.2) spisek (m) rzecz.3) sprzysiężenie (n) rzecz.4) zmowa (f) rzecz. -
15 συνωμοσία
konspirace -
16 συνωμοσία
1) conspiracy2) plotΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνωμοσία
-
17 ξυνωμοσία
συνωμοσίᾱ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc /acc dualσυνωμοσίᾱ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συνωμοσίαι, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc plσυνωμοσίᾱͅ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 ξυνωμοσίας
συνωμοσίᾱς, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem acc plσυνωμοσίᾱς, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 συνωμοσίας
συνωμοσίᾱς, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem acc plσυνωμοσίᾱς, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 συνωμοσίαι
συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem nom /voc plσυνωμοσίᾱͅ, συνωμοσίαbeing leagued by oath: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
συνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίᾳ — συνωμοσίαι , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσία — η 1. συνεννόηση για εχθρική πράξη εναντίον κάποιου: Ανακαλύφτηκε συνωμοσία στο στράτευμα. 2. εχθρική πράξη πολλών, μετά από συνεννόηση, εναντίον άλλου: Η συνωμοσία του Κατιλίνα απέτυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνωμοσία — η, ΝΜΑ [συνωμότης] μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος νεοελλ. 1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία 2. (κατ επέκτ.) κάθε εχθρική… … Dictionary of Greek
ξυνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίαι — συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Заговор — • Συνωμοσία, см. Έταιρία, Гетерии … Реальный словарь классических древностей